- αμπερί
- τοτο κίτρινο χρώμα, όπως τού άνθους τής αμπεριάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιθ. *αμπερίς < ουσ. αμπέρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμπέρι — το 1. το άνθος τής αμπεριάς 2. η ίδια η αμπεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. amber] … Dictionary of Greek